- μετεδιῄτησεν
- μεταδιαιτάωchange one's way of lifeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταδιαιτώ — μεταδιαιτῶ, άω (Α) [διαιτώ(μαι)] αλλάζω τον τρόπο τής ζωής μου («ἀποστὰς τῶν πατρῴων προσκυνεῑσθαι ἠξίου καὶ ἐς δίαιταν τὴν Μηδικὴν μετεδιῄτησεν ἑαυτόν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek